σαμογετικός

σαμογετικός
-ή, -ό [Σαμογέτες]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σαμογέτες
2. φρ. «σαμογετικές γλώσσες»
γλωσσ. ομάδα γλωσσών που μιλιούνται στην Σιβηρία και στην σοβιετική Αρκτική και οι οποίες, μαζί με τις φιννο-ουγγρικές γλώσσες, συγκροτούν την οικογένεια τών ουραλικών γλωσσών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”